- επιφυλλιδογράφος
- οαυτός που γράφει επιφυλλίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιφυλλίδα + -γράφος (< γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στο Δημ. Ν. Βερναρδάκη ως απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. feuilletoniste].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιφυλλιδογράφος — ο αυτός που γράφει επιφυλλίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
επιφυλλιδογραφία — η το να γράφει κάποιος επιφυλλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφυλλιδογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Πλάτωνα Ε. Δρακούλη] … Dictionary of Greek
επιφυλλιδογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιφυλλίδα ή στον επιφυλλιδογράφο. επίρρ... επιφυλλιδογραφικώς και ά κατά τον τρόπο που γράφεται η επιφυλλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφυλλιδογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
επιφυλλιδογραφώ — έω [επιφυλλιδογράφος] γράφω επιφυλλίδες … Dictionary of Greek
θεατρικογράφος — ο ο συντάκτης που δημοσιεύει σε εφημερίδες ή περιοδικά θεατρικές ειδήσεις και εντυπώσεις, καθώς και μικρές κριτικές για θεατρικά έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεατρικός + γράφος*, κατά τα αρθρογράφος, επιφυλλιδογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην… … Dictionary of Greek
Κέλγκρεν, Γιόχαν Χένρικ — (Johan Henric Kellgren, Φλόμπι, Βέστεργιετλαντ 1751 – Στοκχόλμη 1795). Σουηδός συγγραφέας. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Όμπου (Φιλανδία), όπου δίδαξε αργότερα λατινική ποίηση. Το 1777 εγκαταστάθηκε στη Στοκχόλμη, όπου κέρδισε την εμπιστοσύνη του… … Dictionary of Greek